- ἐπισπεύδεται
- ἐπισπεύδωurge onpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευθανασία — Όρος, ο οποίος στην αρχική έννοιά του σημαίνει ένδοξος, ωραίος, ήσυχος και φυσικός θάνατος, ο οποίος γίνεται δεκτός με πνεύμα γαλήνιο, ως μια τέλεια περάτωση της ζωής. Επίσης, ο όρος υποδηλώνει τον ανώδυνο θάνατο που προκαλείται ή επισπεύδεται με … Dictionary of Greek
Δουκάκης — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από την Καλαμάτα. 1. Σπυρίδων. Πολέμησε στις πολιορκίες του Νεόκαστρου. 2. Σταμάτιος. Πριν από το ξέσπασμα της Επανάστασης κατοικούσε στην Ύδρα και αργότερα εγκαταστάθηκε στο Ισμαήλι, όπου και μυήθηκε στη… … Dictionary of Greek